Πέμπτη 13 Σεπτεμβρίου 2018

Γιάννης Ρίτσος. Η σονάτα του σεληνόφωτος

(Του Γιάννη Κακούλη)
H ποίηση έχει μια πολύτιμη – μοναδική θα λέγαμε – ιδιότητα που την καθιστά εξ’ ολοκλήρου οικουμενική. Αυτή η ιδιότητα είναι το να μιλάει συγχρόνως για τα πάντα και να απευθύνεται σε όλους, δίχως να λογαριάζει εθνικούς, φυλετικούς, θρησκευτικούς, πολιτικούς, ιδεολογικούς και άλλους φραγμούς. 
Το ποίημα του Ρίτσου, η σονάτα του σεληνόφωτος, είναι από τα πιο απτά παραδείγματα αυτής της βασικής και πολύτιμης ιδιότητας της ποίησης – δεν εννοούμε φυσικά πως είναι και το μοναδικό παράδειγμα, αλίμονο! Ο Ρίτσος επιλέγει να περιστρέψει ολόκληρο το ποίημά του γύρω από ένα θέμα που τόσο απασχόλησε ποιητές και φιλοσόφους από τα πιο αρχαία χρόνια μέχρι σήμερα: αυτό της διαδοχής κάθε τι παλιού από κάτι νέο, κάτι καινούργιο. Θα ήταν όμως κρίμα αγαπητέ αναγνώστη να περιορίσεις αυτή την φυσική αλήθεια σε μονοσήμαντους δρόμους, αποκόπτοντας την από αυτήν ακριβώς την οικουμενική της διάσταση. Θα ήταν πραγματική αδικία. Αυτή η αρχή της διαδοχής αποτελεί μια από τις βασικές και ακλόνητες αρχές – θα λέγαμε σωστότερα, νόμους – της ίδιας της φύσης. Διότι αλήθεια, που ακριβώς στη φύση υπάρχει αθανασία; Πουθενά! Ούτε υπήρξε, ούτε πρόκειται να υπάρξει ποτέ. Η έννοια του «άφθαρτου» είναι μια σαπουνόφουσκα που δεν έχει καμιά υπόσταση. Το κάθε τι ακολουθεί το δρόμο του ο οποίος κάποτε είναι απολύτως φυσιολογικό να τελειώσει. Ο θάνατος είναι τόσο φυσιολογικός όσο φυσιολογική είναι η γέννηση. Το ένα έχει ανάγκη από το άλλο για να υπάρξει. Μπορεί η ιδέα του θανάτου – οποιουδήποτε θανάτου, κοινωνικού, βιολογικού, ψυχολογικού – να φαντάζει κάτι το τόσο μακάβριο, ωστόσο πιθανόν να είναι η αφορμή για μια καινούργια γέννηση. Αλλά προκειμένου να φτάσουμε σε μια τέτοια συζήτηση, πρέπει να ξεκαθαρίσουμε πως η αιωνιότητα δεν υπήρξε ποτέ και για κανέναν. Ακόμα και η «αθάνατη» αρχαία ελληνική τραγωδία που τόσο αρέσει στους βλάκες να περιφανεύονται πως κατάφερε κι επέζησε μέχρι τη σήμερον ημέρα, ας σημειώσουμε πως είχε θαφτεί για πάνω από χίλια χρόνια από την γέννηση της και ανασύρθηκε από την αφάνεια κάπου κατά την αναγέννηση. (βλ. Β. Ραφαηλίδη, «Στοιχειώδης αισθητική»). Μέσω της γέννησης, κάθε τι αρχίζει τον προορισμό του, και μέσω του θανάτου τον ολοκληρώνει – είτε μιλάμε για άνθρωπο, είτε για πνευματικό έργο, είτε για κάποιο φυσικό αντικείμενο, είτε για μια ολόκληρη κοινωνία, είτε για κάποιο κοινωνικό σύστημα, είτε για τα ίδια τα στοιχεία της φύσης! Βλέπεις λοιπόν αναγνώστη, πόσα πολλά πράγματα και ιδέες μπορεί να αγκαλιάσει ένα και μόνο ποιητικό έργο, όπως η σονάτα του σεληνόφωτος, βασιζόμενο σε μια και μόνο αρχή της ίδιας της φύσης , αποκτώντας άπειρες διαστάσεις  όπως  κοινωνική, υπαρξιακή, φιλοσοφική κ.ο.κ. 
Έτσι λοιπόν ο συγγραφέας, φορώντας κι αυτή τη φορά το ανάλογο προσωπείο που επιθυμεί – το συνήθιζε συχνά αυτό, να μεταμφιέζεται μέσω της ποίησης του και να φτιάχνει έργα γραμμένα σε α’ πρόσωπο, ένα είδος θεατρικού μονολόγου – μας αποκαλύπτει λοιπόν πόσο σκληρό, πόσο βασανιστικό είναι να φτάνει ένας άνθρωπος στο σημείο να ζει όχι αλλιώς παρά μόνο μέσα από τις αναμνήσεις του, μέσα από κρυφά και ανεκπλήρωτα όνειρα και απωθημένα. Ο έρωτας, αυτός που απασχόλησε επίσης στρατιές ποιητών, έρχεται να πάρει τη θέση που του αξίζει μέσα στο ποίημα. Όμως δεν πρόκειται για έναν έρωτα νεανικό, ανάμεσα σε δυο νέους φλογισμένους ανθρώπους. Πρόκειται για την κρυφή λαχτάρα κάποιου ανθρώπου που μεγαλώνει, κάποιου ανθρώπου που η πορεία του διαγράφεται με χοντροκομμένες γραμμές πάνω στο χρόνο, προς το νέο στοιχείο που είναι απέναντί του όλο ζωντάνια και νιότη που μόλις τώρα δα ανθίζει. Προσπαθεί με νύχια και με δόντια να αντισταθεί σ' αυτή τη φυσική ροή – εξέλιξη των πραμάτων, δίχως ωστόσο να το καταφέρνει. Απέναντι ακριβώς βρίσκεται εκείνο που κάποτε ήταν παρόν και τώρα πια είναι παρελθόν. Και ίσως αυτή η έντονη αντίθεση που αγγίζει τους τόνους του μαύρου και του άσπρου είναι που κάνει τη σκηνή ακόμα πιο σκληρή. Αν ωστόσο αγαπητέ αναγνώστη προσέξεις λιγάκι περισσότερο, θα δεις πάνω σ’ αυτούς τους σκληρούς τόνους μια ανεπαίσθητη γαλάζια απόχρωση. Είναι αυτή του φεγγαρόφωτου. Και ίσως αυτή η λεπτομέρεια να είναι που καθιστά το έργο αυτό πολύτιμο και πραγματικά θα άξιζε να μείνει αθάνατο, αν και το πρόβλημα δεν είναι να κερδίσει την αθανασία του σκονισμένου ραφιού της παλαιάς συλλογής της βιβλιοθήκης, αλλά την αθανασία στη μνήμη των ανθρώπων.  Αυτό όμως η ίδια η ιστορία μας αποδεικνύει πως είναι αδύνατο. 
Κακούλης Ιωάννης, 
Θεσσαλονίκη, 13. ΙΧ. 2018
ΕΚΔΟΤΙΚΗ ΟΜΑΔΑ

ΤΕΤΡΑΔΙΟ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Χάουαρντ Φίλιπ Λάβκραφτ – Η μουσική του Έριχ Τσαν.

(Του Δημήτρη Αμπατζόγλου) Δεν θυμάμαι αν σας έχω αναφέρει ότι η επαφή μου με τον Χάουαρντ Φίλιπ Λάβκραφτ ήταν λίγο πριν από την στρατιωτ...